- κιρκαίος
- -α, -ον (Α κιρκαῑος, -αία, -ον, θηλ. και κιρκέα)το θηλ. ως ουσ. η κιρκαίαγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια οναγρίδεςαρχ.φρ. α) «κιρκαία ῥίζα» — η ρίζα τού ομώνυμου φυτού η οποία χρησιμοποιούνταν ως μαγικό βότανο (Απολλόδ.)β) «κιρκαῑος ἱέραξ» — είδος γερακιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιρκαίος < κίρκος (Ι) «γεράκι». Ο τ. κιρκαία από το όν. τής μάγισσας Κίρκης, που μάλλον προέρχεται επίσης < κίρκος (I). Ο τ. κιρκαία κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος, πρβλ. αγγλ. circaea].
Dictionary of Greek. 2013.