κιρκαίος

κιρκαίος
-α, -ον (Α κιρκαῑος, -αία, -ον, θηλ. και κιρκέα)
το θηλ. ως ουσ. η κιρκαία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες
αρχ.
φρ. α) «κιρκαία ῥίζα» — η ρίζα τού ομώνυμου φυτού η οποία χρησιμοποιούνταν ως μαγικό βότανο (Απολλόδ.)
β) «κιρκαῑος ἱέραξ» — είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιρκαίος < κίρκος (Ι) «γεράκι». Ο τ. κιρκαία από το όν. τής μάγισσας Κίρκης, που μάλλον προέρχεται επίσης < κίρκος (I). Ο τ. κιρκαία κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος, πρβλ. αγγλ. circaea].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κίρκαιον — Κίρκαιος masc acc sg Κίρκαιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαίοιο — Κίρκαιος masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαίοις — Κίρκαιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαίου — Κίρκαιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαίῳ — Κίρκαιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαία — Κιρκαίᾱ , Κίρκαιος fem nom/voc/acc dual Κιρκαίᾱ , Κίρκαιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιρκαίας — Κιρκαίᾱς , Κίρκαιος fem acc pl Κιρκαίᾱς , Κίρκαιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιρκαία — η (Α κιρκαία και κιρκέα) βλ. κιρκαίος …   Dictionary of Greek

  • Κιρκαίαν — Κιρκαίᾱν , Κίρκαιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”